- ανακυλώ
- (-άω) [μτγν. ἀνακυλίω]Ι. (μτβ.)1. κυλώ2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω5. σκάβω, ανασκάβω6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω7. περιστρέφω, γυρίζω κάτι ολόγυραΙΙ. (αμτβ.)1. βράζω δυνατά, κοχλάζω2. (για ασθένειες) αρρωσταίνω πάλι, ξανακυλώ3. αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, τρέμω.
Dictionary of Greek. 2013.